- εξυπνώ
- (I)και ξυπνώ, -άω (Μ ἐξυπνῶ, -άω και -έω)1. σηκώνω κάποιον απ' τον ύπνο, αφυπνίζω2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι3. συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα4. (για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαινεοελλ.φρ. «δεν εξύπνησε ακόμη» — δεν έχει καταλάβει την πραγματικότητα ή είναι εντελώς απονήρευτος.————————(II)ἐξυπνῶ, -όω (Α)1. σηκώνω από τον ύπνο2. συνέρχομαι από ανόητη απασχόληση («οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν;», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + υπνώ «κοιμίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.